- τετράορος
- και συνηρ. τ. τέτρωρος, -ον, ΜΑ1. το ουδ. ως ουσ. το τέτρωρονα) τέσσερεις ίπποι συνεζευγμένοιβ) η άνω επιφάνεια τού αστραγάλου2. φρ. α) «τετράοροι ἵπποι» — τέσσερεις ίπποι συνεζευγμένοιβ) «τετράορον ἅρμα» — το τέθριπποαρχ.τετράποδος («ὑψίκερω τετραόρου φάσμα ταύρου», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + -άορ-ος (< ετεροιωμένη βαθμίδα αορ- τού θ. αερ- τού ἀείρω «σηκώνω»), πρβλ. παρ-άορος].
Dictionary of Greek. 2013.